Όπως είναι ευρέως γνωστό, η χρηματοπιστωτική κρίση στην Ελλάδα επήλθε ως αποτέλεσμα του περιορισμού στη διεθνή ρευστότητα, με εμφανείς συνέπειες στην πραγματική οικονομία, πόσο μάλλον αφού η τελευταία, τόσο σε δημόσιο όσο και σε ιδιωτικό επίπεδο, έχει χρόνια συμπτώματα ασθένειας με κύριο χαρακτηριστικό τη διαρκή μείωση της ανταγωνιστικότητάς της, που η χρηματοπιστωτική κρίση ανέδειξε και επιδείνωσε όλο και περισσότερο. Βασική έκφραση της κρίσης, εκτός των άλλων, συνιστά η παύση της λειτουργίας επιχειρηματικών μονάδων, λόγω της πτώσης της ζήτησης, των εισοδηματικών περιορισμών των καταναλωτών και του εν γένει αρνητικού οικονομικού περιβάλλοντος, γεγονότα που μεταφράζονται σε αδυναμία εξυπηρέτησης των υφιστάμενων υποχρεώσεών τους και τελικά σε καταφυγή στην πτώχευση.
Κατά τα τελευταία έτη, λόγω και της μεγάλης σημαντικότητας του φαινομένου των πτωχεύσεων στην ελληνική αγορά, ως επεξηγηματική παράμετρος της οξείας οικονομικής κρίσης που μαστίζει τη χώρα μας, η Ελληνική Στατιστική Αρχή δημοσιεύει δελτία τύπου με χρονοσειρές στατιστικών στοιχείων ως προς τις κηρυχθείσες πτωχεύσεις επιχειρήσεων βάσει δικαστικών αποφάσεων. Τα εν λόγω στοιχεία για τις πτωχεύσεις των επιχειρήσεων προέρχονται από τα Πρωτοδικεία της χώρας (Πτωχευτικά Δικαστήρια), τα οποία συμπληρώνουν και αποστέλλουν στην Ελληνική Σταταιστική Αρχή τα αντίστοιχα στατιστικά στοιχεία για τις κηρυχθείσες πτωχεύσεις ανά έτος, γεωγραφική περιοχή, είδος και νομικό τύπο επιχείρησης.
Βάσει των ανωτέρω δεδομένων, το διάγραμμα 1 απεικονίζει τις πτωχεύσεις επιχειρήσεων που έχουν καταγραφεί κατά την περίοδο 2005-2016 βάσει της νομικής μορφής των επιχειρήσεων (μη κεφαλαιουχικές δηλ. ατομικές και προσωπικές επιχειρήσεις και κεφαλαιουχικές επιχειρήσεις δηλ. ΑΕ, ΕΠΕ, ΙΚΕ).
Διάγραμμα 1: Κηρυχθείσεσ πτωχεύσεις επιχειρήσεων, κατά νομική μορφή, 2005-2016
Πηγή: Ελληνική Στατιστική Υπηρεσία
Από την ανάλυση του διαγράμματος 1, παρατηρούμε ότι σε χρονικό βάθος που προσεγγίζει την 12ετία, δηλαδή κατά την περίοδο 2005-2016, έχουν καταγραφεί 5.345 περιπτώσεις επιχειρήσεων που πτώχευσαν, με τις μη κεφαλαιουχικές και κεφαλαιουχικές να ανέρχονται σε σχεδόν ίδια αριθμητικά επίπεδα, αποτελώντας η κάθε κατηγορία το 53% και το 47% του συνόλου αντίστοιχα (2.821 και 2.524 πτωχεύσεις αντίστοιχα.
Αυτό που είναι αξιοσημείωτο είναι πως κατά την περίοδο της κρίσης, η οποία μπορεί να οριστεί από το 2009 και έπειτα, το ποσοστό των μη κεφαλαιουχικών επιχειρήσεων που πτώχευσαν στο σύνολο των πτωχεύσεων κάθε έτους βαίνει ολοένα και μειούμενο (από 52,7% το 2009 σε 36,9% το 2016), ενώ αντίθετα το ποσοστό των κεφαλαιουχικών επιχειρήσεων που πτώχευσαν στο σύνολο των πτωχεύσεων κάθε έτους βαίνει ολοένα και αυξανόμενο (από 47,3% το 2009 σε 63,11% το 2016), καταδεικνύοντας ενδεχομένως ότι η κρίση επηρέασε περισσότερο τις μεγαλύτερες, βάσει νομικής μορφής, εταιρείες.
Το ανωτέρω συμπέρασμα μπορεί να υποστηριχθεί και βάσει της ανάλυσης του πίνακα 1, στον οποίο παρουσιάζονται οι κηρυχθείσες πτωχεύσεις, οι περατωθείσες επαληθεύσεις απαιτήσεων, το ποσό του παθητικού που βεβαιώθηκε και ο αριθμός απασχολουμένων που έχουν αξίωση επί των επιχειρήσεων που πτώχευσαν κατά τα έτη 2005-2016.
Πίνακας 1: Κηρυχθείσες πτωχεύσεις, περατωθείσες επαληθεύσεις απαιτήσεων, ποσό παθητικού που βεβαιώθηκε και αριθμός απασχολουμένων που έχουν αξίωση, 2005-2016 |
|||||
Έτη |
Κηρυχθείσες πτωχεύσεις |
Πτωχεύσεις για τις οποίες περατώθηκαν οι επαληθεύσεις |
Ποσό παθητικού που βεβαιώθηκε σε ευρώ |
Αριθμός απασχολουμένων που έχουν αξίωση |
|
2005 |
612 |
99 |
936.854.513 |
1.223 |
|
2006 |
532 |
67 |
159.219.019 |
659 |
|
2007 |
524 |
87 |
149.630.237 |
1.035 |
|
2008 |
342 |
93 |
137.415.256 |
759 |
|
2009 |
368 |
79 |
75.512.157 |
1.021 |
|
2010 |
380 |
120 |
332.007.756 |
1.749 |
|
2011 |
474 |
161 |
391.968.563 |
1.304 |
|
2012 |
455 |
217 |
351.478.281 |
1.411 |
|
2013 |
437 |
219 |
699.848.364 |
1.584 |
|
2014 |
335 |
196 |
1.807.749.075 |
2.214 |
|
2015 |
206 |
142 |
1.694.540.059 |
3.274 |
|
2016 |
111 |
92 |
1.261.595.517 |
2.858 |
|
Σύνολο |
4.776 |
1.572 |
7.997.818.797 |
19.091 |
Πηγή: Ελληνική Στατιστική Υπηρεσία
Από την ανάλυση του πίνακα 1, παρατηρούμε πως το μέσο ποσό του παθητικού που βεβαιώθηκε ανά περαίωση πτώχευσης (ετήσιο ποσό παθητικού που βεβαιώθηκε προς πτωχεύσεις για τις οποίες περατώθηκαν οι επαληθεύσεις) – η οποία μπορεί να διαφέρει ως ποσό από την κηρυχθείσα πτώχευση καθώς μπορεί μέρος των κηρυχθεισών πτωχεύσεων να μην έχουν βεβαιωθεί – κατά την περίοδο 2005-2009, δηλαδή την περίοδο πριν από την κρίση ανέρχεται σε € 3.198.580, που αντιστοιχεί σε υποχρεώσεις μιας σχετικά μικρής οικονομικής μονάδας. Από την άλλη πλευρά, το αντίστοιχο μέσο ποσό του παθητικού που βεβαιώθηκε ανά περαίωση πτώχευσης κατά την περίοδο 2010-2016, εν μέσω δηλαδή της κρίσης, ανέρχεται σε διπλάσια επίπεδα, ήτοι σε € 6.412325, βαίνοντας μάλιστα αυξανόμενο κατά τα τελευταία έτη, με το ποσό το 2014 να αντιστοιχεί σε € 9.223.210, το 2015 σε € 11.933.381 και το 2016 σε € 13.712.995.
Ως εκ τούτου, μπορεί να ειπωθεί πως οι πτωχεύσεις των επιχειρήσεων εν μέσω της κρίσης αποτυπώνουν την επίπτωση της κρίσης ιδιαιτέρως στις μεγάλες επιχειρήσεις οι οποίες επλήγησαν περισσότερο και έπληξαν συνεπαγωγικά και το σύνολο της οικονομικής ζωής του τόπου, καθώς οδήγησαν σε μεγαλύτερη απώλεια αξίας από την αγορά και σε μεγαλύτερο ύψος εργαζομένων που ενεπλάκησαν σε νομικές διαδικασίες για να καρπωθούν την αξίωση των δεδουλευμένων τους από τις πτωχευμένες επιχειρήσεις. Σε κάθε περίπτωση, παρατηρούμε ότι περίπου 8 δις υποχρεώσεις –δηλαδή αξία – απωλέστηκε σε περίοδο 12 χρόνων από το συναλλακτικό κύκλωμα της οικονομίας, ενώ παράλληλα τουλάχιστον 19.000 άνθρωποι ήρθαν αντιμέτωποι με το φάσμα της ανεργίας.
Το πλέον όμως αξιοσημείωτο συμπέρασμα που μπορεί να εξαχθεί από την ανωτέρω ανάλυση του διαγράμματος 1 είναι πως κατά τη διάρκεια της κρίσης ο συνολικός αριθμός των επιχειρήσεων που πτώχευσαν εμφανίζεται να είναι σημαντικά μικρότερος σε σχέση με το παρελθόν, με μειωτικές μάλιστα τάσεις. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι το 2010 ο συνολικός αριθμός των καταγεγγραμμένων πτωχεύσεων των επιχειρήσεων ανήλθε σε 380, το 2014 σε 335 και το 2016 σε μόλις 111, όταν το 2005 ο αριθμός ήταν 612 και το 2007 ήταν 524.
Το γεγονός αυτό μπορεί να μεταφραστεί με διάφορους εναλλακτικούς τρόπους, που ενδέχεται να μην είναι αμοιβαία αποκλειόμενοι και να επεξηγούν συνδυαστικά – με την κατάλληλη στάθμιση – το φαινόμενο:
α) οι ελληνικές επιχειρήσεις ανθίστανται αποτελεσματικά στην κρίση, χρησιμοποιώντας κατάλληλα εργαλεία και μοντέλα πιστωτικού κινδύνου και πρόγνωσης της πτώχευσης που τις επιτρέπουν να προλαμβάνουν μη αναστρέψιμες καταστάσεις και να μπορούν να συνεχίσουν τη δραστηριοποίησή τους στην αγορά.
β) το νομικό πλαίσιο και ο κρατικός μηχανισμός λειτουργούν με καθυστερήσεις και αναποτελεσματικότητα στη γρήγορη έκδοση αποφάσεων εταιρειών που έχουν καταθέσει αιτήσεις για πτώχευση, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται χρονίζουσες καθυστερήσεις / αναβολές στην καταγραφή πτωχεύσεων που έχουν συντελεστεί αλλά δεν έχουν καταγραφεί λόγω γραφειοκρατικών κωλυμάτων και μεγάλου όγκου νομικών υποθέσεων.
γ) πολλές επιχειρήσεις – ιδίως μικρότερου μεγέθους - οι οποίες αναστέλλουν τη λειτουργία τους δεν ακολουθούν την τυπική διαδικασία πτώχευσης και απλώς προβαίνουν σε παύση εργασιών παρακάμπτοντας τη νομική διαδρομή της πτωχευτικής διαδικασίας.
δ) εμφανίζεται το φαινόμενο των επιχειρήσεων ζόμπι, που δανειοδοτούνται από τις τράπεζες και συνεχίζουν να υφίστανται παρά το γεγονός πως είναι λειτουργικά «νεκρές», μόνο και μόνο για να μην καταγράψουν τα πιστωτικά ιδρύματα ζημιές στο χαρτοφυλάκιό τους σε τρέχοντα χρόνο και με την ελπίδα ότι αυτές οι επιχειρήσεις θα ανακάμψουν σε μελλοντική χρονική στιγμή.