labour_law_cover_rsm_brief_nov_2019.png

Του Χάρη Χαιρόπουλου, Attorney at Law, LL.M., Head of Labour Law Services

Όπως δημοσιεύθηκε στο capital.gr

Η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, άλλως απόλυση, αποτελεί διαχρονικά ένα από τα σημαντικότερα κεφάλαια της ύλης του εργατικού δικαίου. Στα πλαίσια αυτό ο νομοθέτης εδώ και περίπου 100 χρόνια όπου έχει διαμορφωθεί ο πυρήνας το δικαίου της καταγγελίας έχει προβλέψει αυστηρές τυπικές προϋποθέσεις η παραβίαση των οποίων οδηγεί σε ακυρότητα της καταγγελίας.

Σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία (ν. 2112/1920 και 3198/1955 όπως έχουν τροποποιηθεί και ισχύουν) για την εγκυρότητα της απόλυσης θα πρέπει αφενός μεν να τηρηθεί ο έγγραφος τύπος και αφετέρου να λάβει χώρα καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης. Τρίτη τυπική προϋπόθεση του κύρους της καταγγελίας σύμβασης αορίστου χρόνου είναι ο εργοδότης να έχει καταχωρήσει την απασχόληση του απολυμένου στα τηρούμενα για το ΙΚΑ μισθολόγια ή έστω να έχει ασφαλίσει του εργαζόμενο στο ΙΚΑ (βλ. άρθρο 2 παρ. 4 ν. 2556/1997).

Η υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης απόλυσης, και οι σοβαρότατες συνέπειες της έστω και ελλιπούς καταβολής της, αποτέλεσε ένα από τα πιο ουσιώδη εξασφαλιστικά μέτρα των θέσεων εργασίας και φυσικά το μέσο για την αντιμετώπιση των βιοτικών αναγκών του εργαζομένου εωσότου εξεύρει άλλη εργασία. Έτσι όταν ο νομοθέτης το 2012 επέλεξε να λάβει μέτρα διευκόλυνσης των απολύσεων, προκειμένου κατ’ αυτό τον τρόπο και κατά την σχετική εκτίμηση του – εκείνη τη χρονική στιγμή - να ενισχύσει την κινητικότητα των εργαζομένων ώστε να μειωθεί η ανεργία δίνοντάς στην οικονομία την ώθηση που χρειάζεται (βλ. αιτιολογική έκθεση ν. 4093/2012) προέβη, μεταξύ άλλων, σε μείωση των προβλεπόμενων αποζημιώσεων απόλυσης. 

Δεδομένης της επιλογής του Έλληνα νομοθέτη να μην εξαρτά το κύρος της απόλυσης από το είδος ή την ελαττωματικότητα της αιτίας η καταγγελία της σύμβασης αορίστου χρόνου χαρακτηρίσθηκε ως «αναιτιώδης» δικαιοπραξία.

Ωστόσο πέρα των παραπάνω τυπικών προϋποθέσεων τέθηκε από την νομολογία και μια αρνητική ουσιαστική προϋπόθεση. Η εν λόγω προϋπόθεση είναι να μην αντίκειται η άσκηση του δικαιώματος της καταγγελίας στο άρθρο 281 ΑΚ, δηλαδή να μην συντρέχει περίπτωση καταχρηστική άσκησης του δικαιώματος της καταγγελίας. Χρησιμοποιώντας τη γενική ρήτρα της ΑΚ 281 η νομολογία δημιούργησε ένα σημαντικό ανάχωμα έναντι των απολύσεων, διαμορφώνοντας σε γενικές γραμμές ένα ευρύ και - κατά πολλούς - επαρκές επίπεδο προστασίας του εργαζομένων έναντι αυτών. Στα πλαίσια αυτά αναπτύχθηκε πλούσια νομολογία που αποτέλεσε και εξακολουθεί  σημείο αναφοράς.

Σε γενικές γραμμές η θέση της νομολογίας ήταν ότι η εκ μέρους του εργοδότη καταγγελία της σύμβασης εργασίας θεωρείται καταχρηστική, όταν υπαγορεύεται από κίνητρα ξένα προς το σκοπό, για τον οποίο έχει προβλεφθεί, ως δικαίωμα. Αυτό μπορεί να συμβεί σε περιπτώσεις, κατά τις οποίες η καταγγελία γίνεται από εμπάθεια ή διάθεση εκδικήσεως, ύστερα από προηγηθείσα νόμιμη, αλλά μη αρεστή στον εργοδότη, συμπεριφορά του εργαζόμενου. Δεν θεωρείται, ωστόσο, καταχρηστική η καταγγελία, όταν δεν υπάρχει γι` αυτήν κάποια εμφανής ή αληθής αιτία. Σύμφωνα με την νομολογία ο εργαζόμενος, που επιδιώκει την αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του, θα πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει συγκεκριμένα περιστατικά, εξ αιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερέβη, προφανώς, τα όρια που διαγράφει η ΑΚ 281 και, εκ του λόγου αυτού, κατέστη απαγορευμένη.

Η κύρωση του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη

Με τον ν. 4359/2016 κυρώθηκε ο Αναθεωρημένος Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρτης το άρθρο 24 του οποίου προβλέπει ότι: «Με σκοπό τη διασφάλιση της αποτελεσματικής άσκησης του δικαιώματος προστασίας των εργαζομένων σε περιπτώσεις λύσης της σχέσης εργασίας, τα μέρη αναλαμβάνουν να αναγνωρίζουν: α. το δικαίωμα όλων των εργαζομένων να μη λύεται η εργασιακή τους σχέση χωρίς βάσιμο λόγο που να συνδέεται με την ικανότητα ή τη συμπεριφορά τους ή να βασίζεται στις λειτουργικές απαιτήσεις της επιχείρησης, της εγκατάστασης ή της υπηρεσίας, β. το δικαίωμα των εργαζομένων, των οποίων η εργασιακή σχέση λύεται χωρίς βάσιμο λόγο, σε επαρκή αποζημίωση ή άλλη κατάλληλη επανόρθωση. Για αυτόν το σκοπό τα μέρη αναλαμβάνουν να διασφαλίζουν ότι ο εργαζόμενος, που θεωρεί ότι η σχέση εργασίας του έχει λυθεί χωρίς βάσιμο λόγο, έχει το δικαίωμα προσφυγής σε αμερόληπτο όργανο».

Με την κύρωση του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, τέθηκε το ζήτημα τόσο σε επίπεδο θεωρίας όσο και της νομολογίας των Δικαστηρίων της ουσίας κατά ποσό το σύστημα της αναιτιώδους απόλυσης παρέμενε σε ισχύ ή αν εισήχθη στην ελληνική έννομη τάξη το σύστημα της αιτιολογημένης καταγγελίας, επί του οποίου εκφράσθηκαν αντικρουόμενες απόψεις.

Η απόφαση υπ’ αριθμ. 1512/2018 του Αρείου Πάγου

Επί του ζητήματος ο Άρειος Πάγος με την υπ’ αριθμ. 1512/2018 απόφασή του έκρινε ότι το νομικό καθεστώς για την απόλυση δεν άλλαξε μετά την κύρωση του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη.

Σύμφωνα με την παραπάνω κρίση «Πράγματι, είναι αληθές ότι με το άρθρο 24 στοιχείο α` του ΑναθΕΚΧ αναγνωρίζεται "το δικαίωμα όλων των εργαζομένων να μη λύεται η εργασιακή τους σχέση χωρίς βάσιμο λόγο που να συνδέεται με την ικανότητα ή τη συμπεριφορά τους ή να βασίζεται στις λειτουργικές απαιτήσεις της επιχείρησης, της εγκατάστασης ή της υπηρεσίας". Περαιτέρω, όμως, με το άρθρο 24 στοιχείο β` του ΑναθΕΚΧ, ως συνέπεια της παραβίασης του ως άνω δικαιώματος προβλέπεται μόνο "το δικαίωμα των εργαζομένων, των οποίων η εργασιακή σχέση λύεται χωρίς βάσιμο λόγο, σε επαρκή αποζημίωση ή άλλη κατάλληλη επανόρθωση". Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι ακόμη κι αν δεν υπάρχει βάσιμος λόγος για την καταγγελία της συμβάσεως ή σχέσεως εργασίας αορίστου χρόνου εκ μέρους του εργοδότη, το κύρος της καταγγελίας δεν θίγεται. Η δε υποχρέωση του εργοδότη να αποζημιώσει τον εργαζόμενο αναγνωρίζεται από παλιά στο εσωτερικό δίκαιο (ν. 2112/1920, ν. 3198/1955, β.δ. 16/18-7-1920, σε συνδυασμό με ν. 3899/2010 και ν. 4093/2012) για κάθε περίπτωση καταγγελίας (με εξαίρεση εκείνη που γίνεται λόγω υποβολής μηνύσεως) και δεν αίρεται ακόμη και όταν ο εργοδότης θα μπορούσε να αποδείξει βάσιμο λόγο για τη λύση του ενοχικού δεσμού. Ως εκ τούτου, η θετική ή αποφατική αναφορά σε βάσιμο λόγο καταγγελίας αποβαίνει αλυσιτελής. Γι` αυτό και το κύρος της ήδη γενομένης καταγγελίας εξακολουθεί να ελέγχεται εξατομικευμένα μόνο με την εφαρμογή της ΑΚ 281, όπως και προηγουμένως, ύστερα από αγωγή του εργαζόμενου στο αρμόδιο δικαστήριο.»

Με την παραπάνω απόφαση του, η οποία δεν έμεινε χωρίς κριτική από μέρος της θεωρίας, ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι η απόλυση ακόμα και μετά την κύρωση του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη παραμένει αναιτιώδης και ότι ο δρόμος προστασίας τους εργαζομένου έναντι των απολύσεων παραμένει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. 

Το άρθρο 48 του ν. 4611/2019 – βάσιμος λόγος

Ωστόσο ο νομοθέτης εισήγαγε της διάταξη του άρθρο 48 του ν. 4611/2019 σύμφωνα με την οποία προστέθηκε στις προβλεπόμενες εκ του νόμου 3 θετικές προϋποθέσεις για την εγκυρότητα της απόλυσης και μια τέταρτη, αυτή της ύπαρξης του βάσιμου λόγου.  Συγκεκριμένα προβλέφθηκε ότι το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 5 του ν. 3198/1955 (Α` 98) αντικαθίσταται ως εξής: «3. Η καταγγελία της εργασιακής σχέσης θεωρείται έγκυρη, μόνο αν οφείλεται σε βάσιμο λόγο, κατά την έννοια του άρθρου 24 του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 4359/2016 (A` 5), έχει γίνει εγγράφως, έχει καταβληθεί η οφειλόμενη αποζημίωση και έχει καταχωρηθεί η απασχόληση του απολυόμενου στα τηρούμενα για τον ΕΦΚΑ (τ. ΙΚΑ) μισθολόγια ή έχει ασφαλιστεί ο απολυόμενος. Σε περίπτωση αμφισβήτησης, το βάρος επίκλησης και απόδειξης της συνδρομής των προϋποθέσεων έγκυρης καταγγελίας φέρει ο εργοδότης.»

Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη και δεδομένου ότι η εγκυρότητα της καταγγελίας εξαρτάται από την ύπαρξη νόμιμης αιτίας η καταγγελία μετετράπη σε μονομερή αιτιώδη δικαιοπραξία. Ο δε, εργοδότης βαρύνετο να επικαλεσθεί να αποδείξει στο Δικαστήριο, σε περίπτωση προσφυγής του απολυθέντος εργαζομένου, ότι ο επικαλούμενος λόγος απόλυσης ήταν βάσιμος.

Είναι σαφές ότι η παραπάνω μεταβολή, ιδίως αν συνυπολογίσει κανείς ότι αφορούσε διατάξεις που είχαν λειτουργήσει στην ελληνική έννομη τάξη για πολλά χρόνια, θα έδινε αφορμή για συζήτηση επί πολλαπλών ζητημάτων, όπως αν θα ισχύσει ο βάσιμος λόγος για τους πρώτους 12 μήνες, αν θα ισχύσει σε περίπτωση συνταξιοδοτήσεων των εργαζομένων κ.λ.π.

Η κατάργηση του βάσιμου λόγου

Ωστόσο η σχετική ρύθμιση καταργήθηκε αφότου ίσχυσε με την παρ. 2 (α) του άρθρου 117 του ν. 4623/2019 «Ρυθμίσεις του Υπουργείου Εσωτερικών, διατάξεις για την ψηφιακή διακυβέρνηση, συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις και άλλα επείγοντα ζητήματα».

Σε συνέχεια μάλιστα της παραπάνω διάταξης εκδόθηκε και σχετική εγκύκλιος από το αρμόδιο Υπουργείο  (Εγκ. 36542/1007/19.8.2019 Υπ. Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων «Οδηγίες εφαρμογής της παρ. 2(α) του άρθρου 117 του ν. 4623/2019 (Α' 134).») σύμφωνα με την οποία «από την έναρξη ισχύος του άρθρου 117 παρ. 2(α) του ν. 4623/2019, θεωρείται ότι από τις 17-05-2019 (ημερομηνία δημοσίευσης της καταργούμενης διάταξης) η καταγγελία της εργασιακής σχέσης είναι έγκυρη εφόσον έχει γίνει εγγράφως, έχει καταβληθεί η οφειλόμενη αποζημίωση και έχει καταχωρηθεί η απασχόληση του απολυόμενου στα τηρούμενα για τον ΕΦΚΑ (τ. ΙΚΑ) μισθολόγια ή έχει ασφαλιστεί ο απολυόμενος. 3. Ως εκ τούτου η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου έχει το χαρακτήρα μονομερούς αναιτιώδους δικαιοπραξίας, το κύρος της δηλαδή δεν εξαρτάται από την ύπαρξη νόμιμης αιτίας και λαμβάνει χώρα, εκτός αν έχει περιορισθεί με συμφωνία των μερών ή με διάταξη νόμου. Η καταγγελία ως εκ τούτου δεν είναι καταχρηστική όταν δεν υπάρχει αιτία. Η δε καταχρηστικότητα υφίσταται μόνο αν υπάρχουν συγκεκριμένοι λόγοι αντικείμενοι στο άρθρο 281 ΑΚ περί κατάχρησης δικαιώματος».

Επίσης με την ίδια εγκύκλιο επισημάνθηκε ότι παύει εφεξής η υποχρέωση του εργοδότη, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο υπ' αριθ. 26100/98/07-06-2019 έγγραφο του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, να συμπληρώνει στο «Έντυπο Ε6 - Καταγγελία σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου (με ή χωρίς προειδοποίηση)» πεδίο στο οποίο θα αναφέρεται ο βάσιμος λόγος καταγγελίας της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου.

Κλείνοντας την σύντομη αυτή ανάπτυξη είναι σημαντικό να επαναλάβουμε ότι το ζήτημα της καταγγελίας αποτελεί ένα ιδιαίτερα σημαντικό θέμα το οποία επηρεάζει άμεσα την αγορά εργασίας, η οποία αποτελεί καταλυτικό παράγοντα για την ανάπτυξη της οικονομίας. Είναι πέρα από κάθε αμφισβήτηση ότι η προστασία των εργαζομένων όπως και η συμπόρευση του νομοθέτη με τις νέες διεθνείς τάσεις και ανάγκες του εργατικού δικαίου θα πρέπει να αποτελεί απόλυτη προτεραιότητα. Θα πρέπει, ωστόσο, να λαμβάνεται πάντοτε υπόψη ότι ένα τόσο σημαντικό ζήτημα είναι σκόπιμο να ρυθμίζεται ενιαία, συνολικά και με τρόπο που να αποπνέει σταθερότητα, καθώς μεταξύ άλλων η σταθερότητα του νομικού πλαισίου αποτελεί ενισχυτικό παράγοντα για την ανάπτυξη της οικονομίας, η οποία είναι σαφές ότι φέρνει νέες θέσεις εργασίας.