Αποτελεί κοινή γνώση ότι η ευρωπαϊκή αγορά των επενδυτικών κεφαλαίων (Venture Capital - VC) καθώς και ο κλάδος των νεοφυών επιχειρήσεων (startups) παρότι βρίσκονται σε ανοδική τροχιά υστερούν διαχρονικά σε σχέση με τις Η.Π.Α., ενώ με βάση ορισμένα κριτήρια, όπως π.χ. ο αριθμός των λεγόμενων «Unicorns» δηλαδή των μη εισηγμένων εταιριών που αποτιμώνται υψηλότερα του $ 1 δις, υπολείπονται πλέον και της Κινέζικης αγοράς στην παγκόσμια κατάταξη.
Περισσότερο από κάθε άλλο παράγοντα, το μέγεθος των διαθέσιμων προς επένδυση κεφαλαίων επηρεάζεται από τις ιστορικές αποδόσεις που έχουν πετύχει οι επενδυτές. Στον τομέα αυτό η ευρωπαϊκή αγορά των VCs διατηρεί την φήμη της υστέρησης, αίσθηση η οποία έχει εντυπωθεί στο κοινό ιδίως μετά την υπεραπόδοση εταιριών όπως η Facebook, η Airbnb, η Uber κ.α. που απέφεραν σημαντικά κέρδη στα αμερικανικών συμφερόντων VCs που τις υποστήριξαν.
Ωστόσο μια πρόσφατη δημοσίευση ερευνητών του L.S.E. (Axelson & Martinovic, 2015) καταρρίπτει την παραπάνω θεωρία, αποδίδοντας το μεγαλύτερο μέρος της υποαπόδοσης των ευρωπαϊκών VCs στο timing της σύστασής τους σε σχέση με την κατάρρευση της φούσκας των εταιρειών τεχνολογίας το 2000. Οι αποδόσεις ευρωπαϊκών fund που συστάθηκαν μεταγενέστερα, είναι σαφώς βελτιωμένες και παρά την σχετική έλλειψη αξιομνημόνευτων IPO’s, αποδεικνύονται συγκρίσιμες με τις αποδόσεις των αμερικάνικων VCs.
H ελληνική αγορά Venture Capital παρουσίασε για πρώτη φορά αναπτυξιακή δυναμική στα τέλη της δεκαετίας του 1990, αλλά πολύ σύντομα επλήγη από τις στρεβλώσεις της χρηματιστηριακής αγοράς κατά την εν λόγω περίοδο. Η περίοδος αναγέννησης τόσο της εγχώριας αγοράς VC όσο και του οικοσυστήματος των ελληνικών startups ξεκίνησε αρχικά με το Openfund (2009) αλλά κυρίως με την σύσταση των πρώτων funds υπό την ομπρέλα της πρωτοβουλίας Jeremie του EIF (2013). Ως Fund of Funds, το Jeremie Holding Fund Greece παρείχε το κρίσιμο μέρος της δημόσιας χρηματοδότησης των JER Openfund II, Elikonos JER, Piraeus JER Tech Catalyst και Odyssey JER. Τα “Jeremie Funds” λειτούργησαν υπό αυτό το καθεστώς της συγχρηματοδότησης Δημόσιου-Ιδιωτικού τομέα με το μίγμα των κεφαλαίων προς επένδυση να ορίζεται σε 70%/30%, ενώ στελεχώθηκαν από ανθρώπους με διεθνή εμπειρία στον χώρο των επενδύσεων καθώς και επιτυχημένους επιχειρηματίες από τον χώρο των τεχνολογικών startups.
Η αναζήτηση στοιχείων αναφορικά με τις αποδόσεις των VC παραμένει δυσχερής λόγω της μυστικοπάθειας που χαρακτηρίζει τον κλάδο. Η διαθέσιμη πληροφόρηση παρέχεται συνήθως ανεπίσημα από τα ίδια τα VCs καθώς και από τις startups που θέλουν να διαφημίσουν με αυτό τον τρόπο την δυναμική τους. Όπως είναι ευνόητο η πληροφόρηση αφορά κυρίως τα “success stories” και αυτό στρεβλώνει σε ένα βαθμό τις πραγματικές επιδόσεις. Σύμφωνα με διαθέσιμα στοιχεία, τα συνολικά κεφάλαια που επενδύθηκαν την περίοδο 2010-2018 σε startups με έδρα την Ελλάδα υπολογίζονται σε $564 εκατ. (πηγή : Marathon VC). Όπως είναι αναμενόμενο τα ελληνικά VC λόγω του σχετικά περιορισμένου μεγέθους είχαν κυρίως συμμετοχή στο αρχικό στάδιο της χρηματοδότησης (Seed Financing) ενώ οι επιχειρήσεις που αποκτούν δυναμική συνήθως λαμβάνουν την επόμενη σειρά χρηματοδοτήσεων (Series A, B, Growth) από funds του εξωτερικού.
Παρότι δεν διατίθενται στοιχεία σχετικά με τις επιδόσεις των funds είναι σαφές ότι η πρωτοβουλία Jeremie πέτυχε τον στόχο της αναζωογόνησης της εγχώριας αγοράς και ακόμη σημαντικότερα προσέλκυσε ξένα ιδιωτικά κεφάλαια στις ελληνικές startups. Το Equifund το οποίο συστάθηκε το 2017, είναι τέσσερις φορές μεγαλύτερο από το Jeremie και αποτελεί συνέχεια της στρατηγικής του EIF, έχοντας εξασφαλίσει χρηματοδότηση προερχόμενη από το EIF και την ΕΙΒ ( €100 εκ.) και το ελληνικό δημόσιο (€200 εκ.), έχει συγκεντρώσει ήδη τουλάχιστον €125 εκ. επιπλέον κεφάλαια από ιδιωτικές πηγές.
Τα ελληνικά funds υπό την ομπρέλα του Equifund αποτελούν ουσιαστικά συνέχεια των “Jeremie Funds” από όπου προέρχονται αρκετοί partners και στελέχη αυτών. Κατατάσσονται σε 3 «παράθυρα» : 1) Innovation - pre-seed & seed χρηματοδότηση στο οποίο περιλαμβάνονται 4 funds με €133 εκ. υπό διαχείριση, 2) Early Stage window – Seed & Series A χρηματοδότηση στο οποίο εντάσσονται 2 funds με €82 εκ. υπό διαχείριση και 3) Growth Stage – στο οποίο περιλαμβάνονται 3 funds με €210 εκ. υπό διαχείριση. Η εντολή (mandate) των funds είναι διττή. Παρότι λειτουργούν στο πλαίσιο της επίτευξης ικανοποιητικών αποδόσεων για τους μετόχους τους, έχουν συσταθεί και έχουν λάβει το μεγαλύτερο μέρος των προς επένδυση κεφαλαίων με σκοπό τη «στήριξη» συγκεκριμένων κλάδων και αγορών.
Επιδίωξη των ευρωπαϊκών κρατών είναι η αντιγραφή της επιτυχημένης συνταγής του Ισραήλ όπου η αρχική συμμετοχή του δημοσίου στις αρχές της δεκαετίας του 1990 ξεκίνησε έναν «ενάρετο κύκλο» καθιστώντας την χώρα ηγετική δύναμη στον κλάδο. Σαφή προειδοποίηση παρέχει ωστόσο η ανάγνωση της τρέχουσας κατάστασης των VCs στο Ισραήλ όπου ο ανταγωνισμός με τα αμερικάνικα κεφάλαια και οι ισχνές αποδόσεις της περασμένης 10ετίας συρρίκνωσε τα τοπικά funds. Παρότι προς το παρόν δεν παρατηρείται έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων, μια διόλου απίθανη στροφή των ξένων επενδυτών σε άλλες ελκυστικότερες αγορές θα δημιουργήσει ένα σημαντικότατο κενό το οποίο τα υπάρχοντα Ισραηλινά funds δεν θα είναι σε θέση να καλύψουν.
Στην Ελλάδα, το Equifund λόγω μεγέθους και μόνο πρόκειται να αποτελέσει σταθμό για την νεοφυή επιχειρηματικότητα αλλά και τον κλάδο των VCs. Η ευκαιρία, τουλάχιστον εντός του πλαισίου σύμπραξης Δημοσίου-Ιδιωτικού τομέα, πρόκειται να είναι μοναδική καθώς το πιθανότερο είναι ότι την επόμενη γενιά επιχειρήσεων θα κληθούν να στηρίξουν κατά κύριο λόγω ιδιωτικά κεφάλαια. Ο προβληματισμοί αφορούν κυρίως το αν το μέγεθος της ελληνικής αγοράς μπορεί να απορροφήσει όλη την διαθέσιμη ρευστότητα χωρίς να δημιουργηθούν στρεβλώσεις (ιδίως στις αποτιμήσεις). Παρόλα αυτά, εφόσον οι επιδόσεις των funds του Equifund είναι ικανοποιητικές, η προσέλκυση νέων κεφαλαίων είναι δεδομένη, γεγονός που θα τονώσει την εσωτερική ζήτηση, θα λειτουργήσει ως βασικός πυλώνας αναπτυξιακής προοπτικής και θα συντελέσει στην ανάταξη της επιχειρηματικότητας και του οικονομικού κλίματος εν γένει.